- αὐλίζονται
- αὐλίζομαιlie in thepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλογοτροφείο — το (Α ἀλογοτροφεῖον) τόπος όπου αυλίζονται άλογα και, γενικά, ζώα ιπποστάσιο, στάβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλογοτρόφος < ἄλογο(ν) + τρόφος < τρέφω] … Dictionary of Greek